- ἀποκρύπτομαι
- med. (с 2 винит.) скрываю от кого что
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
αποκρύπτομαι — αποκρύπτομαι, αποκρύφθηκα και αποκρύφτηκα, αποκρυμμένος βλ. πίν. 12 και πρβλ. αποκρύβομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποκρύπτομαι — ἀποκρύπτω hide from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρύβομαι — αποκρύβομαι, αποκρύφτηκα, αποκρυμμένος βλ. πίν. 8 και πρβλ. αποκρύπτομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής